τράπεζα

τράπεζα
τράπεζ-α [pron. full] [τρᾰ], ης, , [dialect] Dor. [full] τράπεσδα Alcm.74b:—
A table, esp. dining-table, eating-table, freq. in Hom., Τηλεμάχοιο τ., ἐμὴ τ., Od.17.333, 447, cf. IG12.330.4, Men.518.2;

τ. παραθεῖναι Hdt.6.139

, Alex.171;

παρέκειτο τ. Il.24.476

; τ. εἰσφέρειν, ἐπάγειν, Ar.V.1216, Anaxandr. 2 (but ἐσῄρετο is prob. cj.);

ἡ τ. εἰσῄρετο Ar.Ra.518

;

τ. ἀφαιρεῖν Od. 19.61

, X.Smp.2.1 ([voice] Pass.);

αἴρειν Men.273

, cf. 451;

ἐκφέρειν Pl.Com. 69.2

; ξενίη τ. the hospitable board,

ἴστω Ζεύς . . ξενίη τε τ. Od.14.158

, cf. 21.28;

ᾔσχυνε ξενίαν τ. κλοπαῖσι A.Ag.401

(lyr.), cf. 701 (lyr.);

ὅρκον μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Archil.96

, cf. Wilcken Chr.11.58 (ii B. C.);

ἡ ξενικὴ τ. Aeschin.3.224

;

τοὺς τῆς πόλεως ἅλας καὶ τὴν δημοσίαν τ. Id.2.22

; δέξασθαι τραπέζῃ καὶ κοίτῃ entertain at bed and board, Hdt.5.20;

κοίτης μεθέξουσα καὶ τραπέζης μόνον Plu.Brut.13

;

ἐπὶ τὰς αὐτὰς τ. ἰέναι Antipho 2.1.10

; τράπεζαν Περσικὴν παρετίθετο he kept a table in the Persian fashion, Th.1.130;

τ. κοσμεῖν X. Cyr.8.2.6

, etc.; εἰς ἀλλοτρίαν τ. ἀποβλέπειν live at other men's table, at their expense, Id.An.7.2.33; τὴν τ. ἀνατρέπειν upset the table, D.19.198; prov. of a spendthrift, And.1.130; table dedicated to the gods, on which meats and offerings were set out, IG12.190.4, 840.19, 22.1245.6, 1534.163, 1933.2, Din.3.2;

τ. ἱερά PCair.Zen.708

(iii B. C.); ἐπὶ τὴν τ. τῶν Διοσκόρων ib.569.24 (iii B. C.); τ. Κυρίου, τ. δαιμονίων, 1 Ep.Cor.10.21.
2 table, as implying what is upon it, meal,

ἄνομος τ. Hdt.1.162

, cf. E.Alc.2, X.An.7.3.22; also

βορᾶς τ. S.OT1464

; Συρακοσίων τ., prov. of luxurious living, Ar.Fr. 216, cf. Pl.R.404d; Σικελικαὶ τ. prov. ap. Jul. Or.6.203a;

πολυτελὴς τ. Epicur.Ep.3p.64U.

; δεύτεραι τ. the second course, Plu.2.133e, Ath.14.639b; cf. τράγημα.
II money-changer's counter,

ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τ. Pl.Ap.17c

, cf. Plu.2.70f;

αἱ τ. τῶν κολλυβιστῶν Ev.Matt.21.12

; most freq. bank, Lys 9.5, etc.; ἡ ἐργασία ἡ τῆς τ. the right to operate the bank, D.36.6; ἡ ἐγγύη ἡ ἐπὶ τὴν τ. security given to the bank, Id.33.10;

δοῦναι ἀργύριον ἐπὶ τ. Ev.Luc.19.23

;

τὸ ἐπὶ τὴν τ. χρέως D.33.24

;

οἱ ἐπὶ ταῖς τ.

bankers,

Isoc.17.2

; κατασκευάζεσθαι τράπεζαν set up a bank, Is.Fr.66; τῆς τ. ἀνασκευασθείσης the bank having been broken, D.33.9; δημοσία τ. public bank at Delos, IG22.2336.180 (i B. C.); in Egypt, POxy. 835 (Aug.), etc.; βασιλικὴ τ. in Egypt, PEleph.27.22 (iii B. C.), PTeb.27.70 (ii B. C.), etc.;

χειριστὴς τῆς ἐν τῇ Πολέμωνος μερίδι τ. PEnteux.38.1

(iii B. C.); opp.

ἰδιωτικὴ τ. POxy.305

(i A. D.), etc.; κολλυβιστικαὶ τ. ib.1411.4 (iii A. D.).
III any table or flat surface on which a thing rests: as,
1 cross bench in which the mast is fixed, Sch. Il.15.729; τ. δολωνική, v. δολωνικός.
2 platform on which slaves were exposed for sale, Ar.Fr.874.
3 tablet or slab with a relief or inscription, τ. χαλκῆ Orac. ap. D.21.53, cf. Paus.8.31.3; at a tomb, Plu.2.838c.
4 plinth of a statue, CIG4702.7 (Egypt, iv B. C.).
b lamp-stand, PSI4.428.39 (iii B. C.).
5 nether millstone, BGU251.17 (i A. D.), Poll.7.19.
6 part of a torsion engine, prob. the plinth, Ph.Bel.54.2, HeroBel.100.1.
7 part of the liver, Nic.Th.560, Polyaen.4.20, Ruf.Onom.180.
8 shoulder-blade, Poll.2.177.
9 grinding surface of the teeth, ib.93, Ruf.Onom.54. (The word is shortd. from τετράπεζα; hence the question καὶ πόθεν ἐγὼ τρίπουν τ. λήψομαι; as if this were an absurdity, Ar.Fr.530;

τ. τρισκελεῖς Cratin.301

:—so τρίπεζα, τρέπεδδα (qq. v.), of three-legged tables.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τραπέζα — τραπέζᾱ , τράπεζα table fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπέζᾳ — τραπέζᾱͅ , τράπεζα table fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράπεζα — table fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — η 1. έπιπλο με τέσσερα πόδια, τραπέζι. 2. επιχείρηση που εμπορεύεται το χρήμα δανείζοντας και παίρνοντας δάνεια για κέρδος: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας. 3. οριζόντιο στρώμα πετρωμάτων σε μεγάλη έκταση. 4. ως κύρ. όν., Τράπεζα αστερισμός στο νότιο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κεντρική Τράπεζα — Τράπεζα στην οποία έχει ανατεθεί με μονοπωλιακή μορφή από το κράτος η έκδοση χαρτονομίσματος. Ονομάζεται και Εκδοτική. Για την Κ.Τ. της Ευρωπαïκής Ένωσης, βλ. λ. Ευρωπαïκή Κεντρική Τράπεζα …   Dictionary of Greek

  • Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδας — Ενιαίος τραπεζικός οργανισμός, που συγκροτήθηκε μετά τη συγχώνευση δύο ελληνικών τραπεζών, της Ιονικής και της Λαϊκής. Ειδικότερα, η Ιονική Τράπεζα είχε συσταθεί με θέσπισμα της Γερουσίας στα Επτάνησα (23 Οκτωβρίου 1839) με έδρα την Αγγλία.… …   Dictionary of Greek

  • Στρογγυλή Τράπεζα — Η τράπεζα του βασιλιά Αρθούρου, που είχε κυκλικό σχήμα, για να μην έχει κανένας από τους ιππότες που καθόταν σ’ αυτήν την πρωτοκαθεδρία. Ο μύθος για την τράπεζα αυτή είναι ουαλλικής, βρετανικής ή ιρλανδικής προέλευσης και αποτελεί κατάλοιπο της… …   Dictionary of Greek

  • Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος — (ΑΤΕ). Τραπεζικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Αν και η ανάγκη ενός πιστωτικού οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε τη γεωργική παραγωγή είχε γίνει αισθητή ήδη από τα χρόνια του κυβερνήτη Καποδίστρια, μόνο… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα — (ΕΚΤ). Χρηματοοικονομικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Η ΕΚΤ χαράσσει και θέτει σε εφαρμογή την νομισματική πολιτική για τις χώρες της ΕΕ, οι οποίες συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ και εκδίδει τα χαρτονομίσματά του. Η ΕΚΤ και οι κεντρικές… …   Dictionary of Greek

  • Παρατίθου τράπεζα. — παρατίθου τράπεζα. См. Скатерть самобранка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”